Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἐς στενόν

См. также в других словарях:

  • Στένον, Νικόλαος — (Stenon, Stenonius και Stensen Niels). Δανός ανατόμος και γεωλόγος (1638 1686). Ασχολήθηκε με τη μελέτη των αδένων και των σχέσεών τους με το λυμφατικό σύστημα και ανακάλυψε τον εκφωνητικό πόρο της παρωτίδας (στενωνιανός πόρος) και τον μηχανισμό… …   Dictionary of Greek

  • στενόν — στενός narrow masc acc sg στενός narrow neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στένον — στένω moan pres part act masc voc sg στένω moan pres part act neut nom/voc/acc sg στένω moan imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) στένω moan imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • суд — I I, род. п. а, укр. суд, блр. суд, род. п. а, др. русск. судъ (РП, Карский, РП 90 и др.), ст. слав. сѫдъ κρίσις, κρῖμα (Остром., Клоц., Супр.), болг. съдът (Младенов 627), сербохорв. су̑д, род. п. суда, чак. суд, род. п. суда̏, словен. sȯd суд …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • Détroit de Kassos — Le détroit de Kassos (en grec : Στενόν Κάσου, Stenón Kásou) est un détroit de la mer Méditerranée situé dans les eaux grecques entre la petite île de Kassos et le cap Sídheros à l’est de la Crète. Il relie la mer de Crète (sud de la mer… …   Wikipédia en Français

  • δίαυλος — (I) ο (ΑΝ) 1. στενή δίοδος, στενωπός, στενό 2. στενό που συνδέει δύο θάλασσες, πορθμός, μπουγάζι «οὗ δὴ στενὸν δίαυλον ᾤκισται πέτρας δεινὴ Χάρυβδις» (Ευρ. Τρωάδ.) νεοελλ. ναυτ. ελεύθερος χώρος ανάμεσα σε πεδία ναρκών αρχ. 1. αγώνισμα δρόμου… …   Dictionary of Greek

  • είσπλους — ο (AM εἴσπλους, Α και εἴσπλοος) 1. είσοδος πλοίων σε λιμάνι 2. το στόμιο λιμένος («μὴ στενόν τινα ἔχων εἴσπλουν») αρχ. το δικαίωμα είσπλου, εισόδου …   Dictionary of Greek

  • στενόπρωκτος — Μ (κατά τον Φώτ.) «ὁ στενὸν πρωκτὸν ἔχων». [ΕΤΥΜΟΛ. < στενός + πρωκτός] …   Dictionary of Greek

  • στενός — Όνομα δύο οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (45 κάτ., υψόμ. 500 μ.) στην επαρχία Καλαβρύτων του νομού Αχαΐας. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Παγκρατίου. 2. Παράλιος οικισμός (5 κάτ., υψόμ. 30 μ.), στην επαρχία Παρνασσίδας του νομού Φωκίδας.… …   Dictionary of Greek

  • σύριγμα — και σύρισμα, το, ΝΑ και σούρισμα και σούριγμα Ν [συρίζω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού συρίζω, ο ήχος τής σύριγγας, το σφύριγμα (α. «ακούστηκε ένα οξύ σύριγμα» β. «μὴ... διολέσῃς... Πανὸς ἕδρας, ἔνθ ἔχει συρίγματα», Ευρ.) 2. συριστικός ήχος …   Dictionary of Greek

  • ՎՏԱՆԳ — (ի, ից.) NBH 2 0832 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 8c, 10c գ. κίνδυνος periculum, discrimen ἁνάγκη necessitas συνοχή , στένον, να coarctatio, angustia ἁνιαρόν, ρα molestia, moestitia. ՎՏԱՆԳ կամ ՎՏԱՆԿ. Վատ կամ ʼի վատ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»